- ληθεδανός
- ληθεδ-ᾰνός, ή, όν,A causing forgetfulness,
φάρμακον Luc.Salt.79
, Philops.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φάρμακον Luc.Salt.79
, Philops.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] … Dictionary of Greek
ληθεδανός — causing forgetfulness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθεδανόν — ληθεδανός causing forgetfulness masc acc sg ληθεδανός causing forgetfulness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτιδανός — ο (Α νωτιδανός) γένος σελαχίων στο οποίο ανήκουν είδη μεγαλόσωμων ψαριών με οξύ νωτιαίο πτερύγιο και με επίμηκες και χοντρό κεφάλι που απολήγει σε οξύ ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. (ι)δανός (πρβλ. ουτιδανός, ληθεδανός)] … Dictionary of Greek